-
1 деревообрабатывающий
της επεξεργα-σίας/κατεργασίας της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деревообрабатывающий
-
2 цех
το τμήμα (του εργοστασίου)το συνεργείοвагоноремонтный - το συνεργείο επισκευής βαγονιών/οχημάτων- вулканизации το συνεργείο αναγόμωσης, επισκευής ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών, разг. το βουλκανιζατέρзакроечный - κοπτικής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цех